σάκι

σάκι
το, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία μακρόουρων δενδρόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής που ανήκουν στα γένη πιθηκία και χειροπόδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saki < sagui, λ. τής γλώσσας Τούπι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …   Dictionary of Greek

  • σακί — το σάκος, τσουβάλι, και το περιεχόμενό του: Ένα σακί αλεύρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σάκι, Αντρέα — (Sacchi). Ιταλός ζωγράφος (Νετούντο 1599 – Ρώμη 1661). Μαθητής του Φ. Άλμπανι, ακολούθησε την τεχνοτροπία των Μπολονέζων, άκουσε όμως και τη διδασκαλία των Βενετσιάνων. Ήταν θερμός θαυμαστής του Ραφαήλ και κατείχε σημαντική θέση στο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ανασακιάζω — 1. ξανατοποθετώ σε σακιά, βάζω σε άλλο σακί 2. κουνώ ένα γεμάτο σακί για να κατακαθήσει …   Dictionary of Greek

  • τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] …   Dictionary of Greek

  • Predictive text — is an input technology most commonly used on mobile phones, and for accessibility. The technology allows words to be entered by a single keypress for each letter, as opposed to the multiple keypress approach used in the older generation of mobile …   Wikipedia

  • Athanasios — (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträge …   Deutsch Wikipedia

  • Thanasis — Athanasios (griechisch: Αθανάσιος), latinisiert Athanasius, ist ein männlicher Vorname Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Namenstag 3 Varianten 4 Bekannte Namensträger 4.1 Athanasios …   Deutsch Wikipedia

  • Next Greek legislative election — Greek legislative election, 2012 2009 ← 2012 → 2016 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”